-
1 αμοιβη
ἥ1) возмездие, воздаяние, отплата(ἀντί τινος Hes. и τινος Eur., Plut., Luc.)
2) награда, благодарностьἀ. τινος Hom., Pind., Eur., Plut. — награда за что-л., тж. Hom., Plat. благодарность или награда, выражающаяся в чем-л.;
ἀμοιβὰς οὐ καλὰς ἀποδοῦναί τινι Eur. — дурно отблагодарить кого-л.3) ответ или возражение(ἀσχήμων ἐν τῇ ἀμοιβῇ Her.)
4) смена, чередование(ἑορτῶν ἀμοιβαί Plat.)
5) плата, вознаграждение(ἀντί τινος Arst.)
6) обмен, обращение (sc. νομίσματος Plut.)δέκα μνῶν ἀ. Plut. — эквивалент десяти мин (в железной монете, введенной Ликургом)
7) перемена, превращение Diog.L.
См. также в других словарях:
δεκάμνους — δεκάμνους, ουν και (δωρ. τ.) δεκάμνως, ων (Α) αυτός που έχει βάρος ή αξία δέκα μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + μνα «ποσό εκατό δραχμών»] … Dictionary of Greek
δεκαμναίος — δεκαμναίος, α, ον (Α) αυτός που έχει βάρος ή αξία δέκα μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + μναίος < μνα «ποσό εκατό δραχμών»] … Dictionary of Greek
καταγοράζω — (Α) αγοράζω κάτι χονδρικά («δέον δ αὐτὸν καταγοράσαι φορτία Ἀθήνηθεν μνῶν ἑκατὸν καὶ δέκα καὶ πέντε») … Dictionary of Greek
πενταμναίος — και πεντάμναος, ον, αρσ. και πεντάμνεως, ουδ. και πεντάμναιον, Α 1. ο πεντάμνους* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενταμναῑον ή πεντάμναιον μέτρο ή ποσό πέντε μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μναῖος (< μνᾶ), πρβλ. δεκα μναίος] … Dictionary of Greek
τάλαντο — Μονάδα βάρους. Αρχικά σήμαινε ζυγαριά, έπειτα όμως και οτιδήποτε ζυγίζεται, επομένως και μονάδα βάρους ή ορισμένο χρηματικό ποσόν, που ήταν διαφορετικό κατά τόπους. Είναι αδύνατο να καθοριστεί το βάρος του ομηρικού τ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο… … Dictionary of Greek