Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δέκα μνῶν

См. также в других словарях:

  • δεκάμνους — δεκάμνους, ουν και (δωρ. τ.) δεκάμνως, ων (Α) αυτός που έχει βάρος ή αξία δέκα μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + μνα «ποσό εκατό δραχμών»] …   Dictionary of Greek

  • δεκαμναίος — δεκαμναίος, α, ον (Α) αυτός που έχει βάρος ή αξία δέκα μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + μναίος < μνα «ποσό εκατό δραχμών»] …   Dictionary of Greek

  • καταγοράζω — (Α) αγοράζω κάτι χονδρικά («δέον δ αὐτὸν καταγοράσαι φορτία Ἀθήνηθεν μνῶν ἑκατὸν καὶ δέκα καὶ πέντε») …   Dictionary of Greek

  • πενταμναίος — και πεντάμναος, ον, αρσ. και πεντάμνεως, ουδ. και πεντάμναιον, Α 1. ο πεντάμνους* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενταμναῑον ή πεντάμναιον μέτρο ή ποσό πέντε μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μναῖος (< μνᾶ), πρβλ. δεκα μναίος] …   Dictionary of Greek

  • τάλαντο — Μονάδα βάρους. Αρχικά σήμαινε ζυγαριά, έπειτα όμως και οτιδήποτε ζυγίζεται, επομένως και μονάδα βάρους ή ορισμένο χρηματικό ποσόν, που ήταν διαφορετικό κατά τόπους. Είναι αδύνατο να καθοριστεί το βάρος του ομηρικού τ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»